κλαυσ-

κλαυσ-
см. κλαψ\

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κλαυσ-" в других словарях:

  • κλαῦσ' — κλαῦσαι , κλαίω cry aor imperat mid 2nd sg κλαῦσαι , κλαίω cry aor inf act κλαῦσα , κλαίω cry aor ind act 1st sg (homeric ionic) κλαῦσε , κλαίω cry aor ind act 3rd sg (homeric ionic) κλαῦσι , κλαῦσις weeping fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαυσάσκω — (Α) (ποιητ. τ.) κλαίω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλαυσ τού κλαίω (πρβλ. μέλλ. κλαύσ ω) + κατάλ. άσκ ω, χαρακτηριστική τών εναρκτικών ρ. (πρβλ. γελ άσκ ω «αρχίζω να γελώ», ἡβ άσκ ω «αρχίζω να βγάζω γένια»)] …   Dictionary of Greek

  • κλαυσείω — (Α) κλαυσιώ*, επιθυμώ να κλάψω, έχω τη διάθεση να θρηνήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλαυσ τού κλαίω (πρβλ. μέλλ. κλαύσ ω) + κατάλ. (σ)είω, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (πρβλ. πολεμησ είω «επιθυμώ να πολεμήσω»)] …   Dictionary of Greek

  • κλαυσιώ — κλαυσιῶ, άω (Α) 1. κλαυσείω*, επιθυμώ να κλάψω, έχω τη διάθεση να θρηνήσω 2. (μτφ. για πόρτα) τρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλαυσ τού κλαίω (πρβλ. μέλλ. κλαύσ ω) + κατάλ. ιάω / ῶ, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (πρβλ. ἀρχοντ ιάω / ῶ «επιθυμώ να γίνω… …   Dictionary of Greek

  • αείκλαυστος — η, ο (AM ἀείκλαυτος ον) ο αιώνια θρηνούμενος μσν. νεοελλ. ο άξιος να θρηνείται αιώνια, αλησμόνητος, αξέχαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + κλαυστὸς < θ. κλαυσ (πρβλ. ἔκλαυσα) του κλαίω] …   Dictionary of Greek

  • κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»